- ἐπίθετοι
- ἐπίθετοςadditionalmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
RELIGIO — quî a Superstitione differat, docet Cicer. de Nat. Deor. l. 2. c. 28. ubi, Maiores, inquit, nostri Religionem a Superstitione separaverunt. Nam qui totos dies precabantar et immolabans, tit sui liberi superstites essent, Superstitiosi sunt… … Hofmann J. Lexicon universale
επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… … Dictionary of Greek